-
1 ритм
ритм м о ρυθμός; нарушение \ритма сердца η αρρυθμία* * *мο ρυθμόςнаруше́ние ритма се́рдца — η αρρυθμία
-
2 аритмия
мед. η αρρυθμίαмерцательная - η μαρμαρυγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аритмия
-
3 неполадка
η βλάβηη αρρυθμίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неполадка
-
4 неритмичность
η αρρυθμίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неритмичность
-
5 перебой
1. (в работе) η ανωμαλί/α, η αστοχία, η βλάβη 2. мед. η αρρυθμία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перебой
-
6 перебой
перебо||йм \. (в работе и т. п.) ἡ διακοπή:\перебойи в снабжении ὁ μή κανονικός ἐφοδιασμός·2. мед. ἡ ἀρρυθμία, ἡ διάλειψις:пульс с \перебойями ὁ ἀνώμαλος σφυγμός. -
7 неритмичность
-и θ.αρρυθμία. -
8 неувязка
-и θ.ασυμφωνία, αρρυθμία, μη συντονισμός• παρανόηση, παραξήγηση. -
9 сбивчивость
-и θ.1. ασυναρτησία, ανακολουθία• ασάφεια.2. αρρυθμία, διακοπή• ανωμαλία. -
10 сбой
сбоя, πλθ. сбои, сбоев α.1. φθορά από το χτύπημα.2. μετακίνηση με χτύπημα ή σπρώξιμο.3. αρρυθμία• διάλειψη.4. κεφάλι, πόδια και εντόσθια (σφαγμένου ζώου).
См. также в других словарях:
ἀρρυθμία — ἀρρυθμίᾱ , ἀρρυθμία want of rhythm fem nom/voc/acc dual ἀρρυθμίᾱ , ἀρρυθμία want of rhythm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρυθμίᾳ — ἀρρυθμίαι , ἀρρυθμία want of rhythm fem nom/voc pl ἀρρυθμίᾱͅ , ἀρρυθμία want of rhythm fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρυθμία — η (AM ἀρρυθμία) [άρρυθμος] η έλλειψη ρυθμού ή αρμονίας … Dictionary of Greek
αρρυθμία, καρδιακή — Παθολογικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν η συχνότητα και η διαδοχή των παλμών της καρδιάς δεν είναι κανονικές. Η κ.α. είναι αποτέλεσμα διαταραχής της παραγωγής και της αγωγής του νευρικού ερεθίσματος που επιδρώντας στις μυϊκές ίνες της καρδιάς… … Dictionary of Greek
αρρυθμία — η ασυμμετρία, διαταραχή: Τον τελευταίο καιρό υποφέρει από καρδιακή αρρυθμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρρυθμίας — ἀρρυθμίᾱς , ἀρρυθμία want of rhythm fem acc pl ἀρρυθμίᾱς , ἀρρυθμία want of rhythm fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρυθμίαι — ἀρρυθμία want of rhythm fem nom/voc pl ἀρρυθμίᾱͅ , ἀρρυθμία want of rhythm fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρυθμίαν — ἀρρυθμίᾱν , ἀρρυθμία want of rhythm fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аритмия (искусство) — Аритмия в орнаментальных витражах Нотр Дам де Пари … Википедия
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
Аритмия — Эта статья о медицинском диагнозе. Статья о творческом методе в области искусства см. Аритмия в искусстве. Аритмия … Википедия